βλέμμα

βλέμμα
το
1. η στροφή των ματιών σε κάποιο αντικείμενο, η ματιά, το κοίταγμα: Κάρφωσε το βλέμμα του στην απέναντι πόρτα.
2. η έκφραση των ματιών: Έριξε στο συνομιλητή του ένα βλέμμα γεμάτο αμφιβολία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βλέμμα — look neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλέμμα — το (AM βλέμμα) [βλέπω] ματιά, κοίταγμα νεοελλ. η έκφραση των ματιών όταν είναι προσηλωμένα κάπου («άγριο, γλυκό, λυπημένο κ.λπ. βλέμμα») αρχ. το μάτι …   Dictionary of Greek

  • Το βλέμμα του Οδυσσέα — Filmdaten Deutscher Titel: Der Blick des Odysseus Originaltitel: To Vlemma tou Odyssea Το βλέμμα του Οδυσσέα Produktionsland: Deutschland, Großbritannien, Griechenland, Frankreich, Italien Erscheinungsjahr: 1995 …   Deutsch Wikipedia

  • βλέμμ' — βλέμμα , βλέμμα look neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλεμμάτων — βλέμμα look neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλέμμασι — βλέμμα look neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλέμμασιν — βλέμμα look neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλέμματα — βλέμμα look neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλέμματι — βλέμμα look neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλέμματος — βλέμμα look neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”